click below
click below
Normal Size Small Size show me how
Lexilogio 4
Greek Language Synonim
| Term | Definition |
|---|---|
| τραχύς, σκληρός, βάναυσος, αμείλικτος, καρχαλέος | áspero , dura , brutal, implacável |
| τρόικα, τριάδα, τριανδρία, τριαρχία | Troika , tríade , triunvirato |
| τροχάδην, δρομαίος, ταχέως, καρπαλίμως, αψά | rapidamente, as pressas, que vem e vai correndo |
| τροχίσκος, δισκίο, χάπι, καταπότιο | losango , tablet, pílula , pílula |
| τρυφερός, στοργικός, μειλίχιος, εγκάρδιος | amorosa , carinhosa, de fala mansa , amável |
| τσουχτερός, δηκτικός, σαρκαστικός, πικρόγλωσσος | provocador, mordaz , sarcásticos |
| τύχη, πεπρωμένο, μοίρα, ειμαρμένη, αίσα, μοιρογράφημα | Sorte, destino , o destino |
| τωρινός, σημερινός, παροντικός, σύγχρονος, σύγκαιρος | corrente , contemporâneo, |
| υβός, καμπούρης, κυρτός, γρυπός, σγουμπός | corcunda , curvado, aquilino , |
| υβριστικός, προσβλητικός, πειρακτικός, αυθάδικος | abusivo , insultuoso , |
| υδατίδες, σταγόνες, σταλαματιές, στραγγίδες | gotas , lixiviados |
| ύδρα, νερόφιδο | hidra , cobra |
| υλακή, γάβγισμα, αλύχτημα, κυνηλαγμός | latidos |
| υλοτόμος, ξυλοκόπος, ξυλοσχίστης, δρυοτόμος | lenhador , lenhador , |
| υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός, συμβιβαστικός | obediente , respeitoso , obediente , acomodando |
| ύπαρξη, οντότητα, υπόσταση | existência , entidade de status |
| υπένδυμα, εσώρουχο, υποδύτης | cueca |
| υπεράνω, άνω, υψηλά, άνωθεν, ύπερθεν | mais acima , alto, acima, sobrecarga |
| υπερβαλλόντως, υπερμέτρως, υπεράγαν, κατακόρως | desproporcionalmente supercondutor , |
| υπερδεής, αταρβής, άφοβος, αδείμαντος, ατρόμητος | destemido |
| υπεροπτικός, αλαζονικός, καταφρονητικός, κομπαστικός | altivo , arrogante, desdenhoso , orgulhoso |
| υπερφίαλος, υπερόπτης, υπέροφρυς, υπέρφρων | arrogante , arrogante, |
| υποβολιμαίος, ανειλικρινής, επίπλαστος, απατηλός | insincero , ilusória |
| υποθήκες, νουθεσίες, συμβουλές, οδηγίες, υποδείξεις | admoestação , aconselhamento, orientação , sugestões |
| υπόθεση, θεωρία, σκέμμα, εξέταση, έρευνα, σκέψη | hipótese , teoria , exame , pesquisa, pensando |
| υποκριτής, ηθοποιός, ανειλικρινής, διπλοπρόσωπος | hipócrita , ator, insincero , |
| υποτακτικός, βοηθητικός, υπηρετικός, εθελόδουλος | submisso , auxiliar, servil , |
| ύπουλος, δόλιος, επίβουλος, κακομήτης, αλιτήριος | enganador , traiçoeiro |
| υποχρεωτικά, αναγκαστικά, ζόρλα, ετσιθελικά | obrigatório , coercitiva , |
| ύφεση, υποχώρηση, χαμήλωμα, μείωση, ελάττωση | desaceleração , recessão , diminuindo , o declínio , a redução |
| υφήλιος, οικουμένη, σύμπαν, στερέωμα, υπουράνιος | mundo , universo , firmamento |
| φαγώσιμος, βρώσιμος, εδώδιμος, εδεστός, βρωτός, εδανός | comestíveis , amarrado , |
| φαεινός, φωτεινός, λαμπρός, γλαυρός, ακτινοβόλος | gênio , brilhante, radiante |
| φαιδρός, προσχαρής, γελαστός, γηθόσυνος, γαλερός | cativante , jovial , rindo |
| φαιός, σταχτής, γκρίζος, τεφρόχρους, ψαρός, σπόδιος | marrom , cinza , urso , |
| φακιόλι, μπόλια, τσεμπέρι, μαντίλα, βαμπακέλα | lenço , cachecol, |
| φαλκίδευση, καταστρατήγηση, αθέτηση | falsificação , abuso , violação |
| φανατικός, αδιάλλακτος, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος | fanático , intransigente , irreconciliáveis , inconsistentes |
| φανερός, ευδιάκριτος, εμφανής, αρίδηλος, κατάφωρος | evidente, visível , obviedade |
| φανταστικός, ανύπαρκτος, ανυπόστατος | fantástico , irreal, insubstancial |
| φάσγανο, ξίφος, σπαθί, ακινάκης, άορ, ρομφαία | espada , tiro, espada |
| φάσκωλος, βαλάντιο, σακουλάκι, σακίδιο, πήρα, πουγκί | bolsa , mala, mochila |
| φαύλος, κακός, αχρείος, αλιτρός, αφιλότιμος, πρόστυχος | vicioso , mal, vil , ignóbil |
| φειδωλός, τσιγκούνης, ανεξόδευτος, οικονόμος, λισχρός | parcimonioso ,mesquinho , |
| φενάκη, απάτη, ψευτιά, πηνίκισμα, δόλος, πλάνη | farsa , fraude , engano,, engano, ilusão |
| φενακισμός, πλάνεμα, απατεωνιά, φήλωμα, ξεγέλασμα | mistificação , prestidigitação , |
| φερέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος, επαρκής, εγγυητής | confiável , confiável solvente , adequada, |
| φερέπονος, καρτερικός, υπομονητικός, ταλασίφρων | resignado, |
| φευ, αλίμονο, οϊμέ, αλιά, ουαί, παπαί, οίμοι | Infelizmente , ai (daquele) |
| φηγός, βελανιδιά, δρυς | faia , carvalho |
| φήμη, διάδοση, κοινολόγηση, ψίθυρος | reputação , disseminação , divulgação, sussurro |
| φθέγμα, ρήμα, λόγος, λέξη, φράση, λαλιά | verbo , palavra, palavra, frase, voz |
| φθόνος, ζήλια, άγη, συνεριά, κασκάντημα | inveja , ciúme |
| φιέστα, πανηγύρι, γιορτή, σκολιανή | festa , festival , celebração, |
| φιλάργυρος, τσιγκούνης, κνιπός, σφιχτοχέρης | Avarento , mesquinho |