Term | Definition |
σχῆμα, ατος (τό) / σχῆμα | σχῆμα, ατος (τό) / NVA singulier |
δαίμων, ονος (ὁ) / accusatif pluriel | δαίμων, ονος (ὁ) / δαίμονας |
ὑπόδημα, ατος (τό) / ὑπόδηματα | ὑπόδημα, ατος (τό) / NVA pluriel |
γυνή, γυναικός (ἡ) / accusatif singulier | γυνή, γυναικός (ἡ) / γυναικά |
φλόξ, φλογός (ἡ) / φλογές | φλόξ, φλογός (ἡ) / nominatif/vocatif pluriel |
ἐλπίς, ίδος (ἡ) / datif singulier | ἐλπίς, ίδος (ἡ) / ἐλπίδι |
κόραξ, ακος (ὁ) / κόραξι(ν) / | κόραξ, ακος (ὁ) / datif pluriel |
ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) / génitif pluriel | ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) / ἀνδρῶν |
ἐλέφας, αντος (ὁ) ἐλέφασι(ν) / | ἐλέφας, αντος (ὁ) / datif pluriel |
σῶμα, ατος (τό) / datif pluriel | σῶμα, ατος (τό) / σώμασι(ν) |
λέων, λέοντος (ὁ) / λέοντος | λέων, λέοντος (ὁ) / génitif singulier |
θαῦμα, ατος (τό) / génitif pluriel | θαῦμα, ατος (τό) / θαύματων |
φλέψ, φλεβός (ἡ) / φλεβά | φλέψ, φλεβός (ἡ) / accusatif singulier |
κλών, κλωνός (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | κλών, κλωνός (ὁ) / κλωνες |
σχῆμα, ατος (τό) / σχήματι | σχῆμα, ατος (τό) / datif singulier |
πυραμίς, ίδος (ἡ) / nominatif/vocatif singulier | πυραμίς, ίδος (ἡ) / πυραμίς |
χείρ, χειρός (ἡ) / χειρά | χείρ, χειρός (ἡ) / accusatif singulier |
φλόξ, φλογός (ἡ) / datif pluriel | φλόξ, φλογός (ἡ) / φλόξι(ν) |
δαίμων, ονος (ὁ) / δαίμονι | δαίμων, ονος (ὁ) / datif singulier |
σῶμα, ατος (τό) / NVA pluriel | σῶμα, ατος (τό) / σώματα |
κόραξ, ακος (ὁ) / κόραξ | κόραξ, ακος (ὁ) / nominatif/vocatif singulier |
ἐλπίς, ίδος (ἡ) / génitif pluriel | ἐλπίς, ίδος (ἡ) / ἐλπίδων |
γυνή, γυναικός (ἡ) / γυναικί | γυνή, γυναικός (ἡ) / datif singulier |
φλέψ, φλεβός (ἡ) / nominatif/vocatif pluriel | φλέψ, φλεβός (ἡ) / φλεβές |
ὄρνις, ὄρνιθος (ὁ) / ὄρνιθος | ὄρνις, ὄρνιθος (ὁ) / génitif singulier |
ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) / ἀνδρές |
θαῦμα, ατος (τό) / θαῦμα | θαῦμα, ατος (τό) / NVA singulier |
χείρ, χειρός (ἡ) / accusatif pluriel | χείρ, χειρός (ἡ) / χειράς |
ἐλέφας, αντος (ὁ) / ἐλέφας | ἐλέφας, αντος (ὁ) / nominatif/vocatif singulier |
πυραμίς, ίδος (ἡ) /accusatif singulier | πυραμίς, ίδος (ἡ) / πυραμίδα |
ὄρνις, ὄρνιθος (ὁ) / ὄρνιθι | ὄρνις, ὄρνιθος (ὁ) / datif singulier |
ὑπόδημα, ατος (τό) / datif pluriel | ὑπόδημα, ατος (τό) / ὑποδήμασι(ν) |
κλών, κλωνός (ὁ) / κλωνί | κλών, κλωνός (ὁ) / datif singulier |
χείρ, χειρός (ἡ) / génitif pluriel | χείρ, χειρός (ἡ) / χειρῶν |
ὄρνις, ὄρνιθος (ὁ) / ὄρνιθας | ὄρνις, ὄρνιθος (ὁ) / accusatif pluriel |
σῶμα, ατος (τό) / génitif singulier | σῶμα, ατος (τό) / σώματος |
φλόξ, φλογός (ἡ) / φλογά | φλόξ, φλογός (ἡ) / accusatif singulier |
δαίμων, ονος (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | δαίμων, ονος (ὁ) / δαίμονες |
ἐλπίς, ίδος (ἡ) / ἐλπίδα | ἐλπίς, ίδος (ἡ) / accusatif singulier |
λέων, λέοντος (ὁ) / datif singulier | λέων, λέοντος (ὁ) / λέοντι |
πυραμίς, ίδος (ἡ) / πυραμίδας | πυραμίς, ίδος (ἡ) / accusatif pluriel |
κόραξ, ακος (ὁ) / génitif pluriel | κόραξ, ακος (ὁ) / κοράκων |
γυνή, γυναικός (ἡ) / γυναιξί(ν) | γυνή, γυναικός (ἡ) / datif pluriel |
θαῦμα, ατος (τό) / NVA pluriel | θαῦμα, ατος (τό) / θαύματα |
φλέψ, φλεβός (ἡ) / φλεψί(ν) | φλέψ, φλεβός (ἡ) / datif pluriel |
ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) / datif singulier | ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) / ἀνδρί |
σχῆμα, ατος (τό) / σχήματα | σχῆμα, ατος (τό) / NVA pluriel |
κλών, κλωνός (ὁ) / génitif pluriel | κλών, κλωνός (ὁ) / κλωνῶν |
ἐλέφας, αντος (ὁ) / ἐλέφαντες | ἐλέφας, αντος (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel |
πυραμίς, ίδος (ἡ) / datif singulier | πυραμίς, ίδος (ἡ) / πυραμίδι |